|
|
Ο
Μίκης Νικοδήμου γεννήθηκε στην
Περιστερωνοπηγή το 1941. Πήρε τα πρώτα
μαθήματα ζωγραφικής στην Παιδαγωγική
Ακαδημία (1959-61) από τον ζωγράφο Αντρέα
Χρυσοχό. Το 1961-63 υπηρέτησε ως δάσκαλος στη
Λάρνακα - στην Αστική σχολή Καλογερά.
Παράλληλα συνέχισε να ζωγραφίζει στη
Λευκωσία, όπου ζούσε πάντα, και να
συχνάζει στην Γκαλερύ Απόφαση
- το
εργαστήρι του Χριστοφόρου Σάββα- από τον
οποίο και επηρεάστηκε. Το 1963, πριν φύγει
από την Κύπρο για σπουδές στη Γαλλία με
υποτροφία της Γαλλικής κυβέρνησης, ο
Σάββα έγραψε για τη νέα του εργασία: «Εκτιμώ
τις ειλικρινείς του αναζητήσεις μέσα στο
σύγχρονο ρεύμα οι οποίες χαρακτηρίζονται
από ισορροπημένη σύνθεση, χρωματικήν
αρετή και ποιότητα, και έντονον δυναμισμό».
Πρόσφατα,
ο Α. Χρυσοχός- σαν καθηγητής του- έγραψε
για το καλλιτεχνικό του ξεκίνημα στην
Κύπρο: «Θυμούμαι πολύ καθαρά τον
ενθουσιασμό του για τη ζωγραφική.
Επιδόθηκε τότε με πολύ ζήλο στην εκμάθηση
της καλλιτεχνικής γλώσσας. Μέσα από τις
επαφές του με Κυπρίους ζωγράφους της
εποχής εκείνης, ιδίως με το Χριστόφορο
Σάββα, επεξέτεινε τα όρια του με γοργό
ρυθμό».
Στο
Παρίσι (1963-64) σπούδασε ζωγραφική στην
Ecole
des
Beaux-Arts,
με τον Maurice
Brianchon,
αναγνωρισμένο ζωγράφο της Ecole
de
Paris.
Το
1964-65 σπούδασε
στο
Bournemouth & Poole College of Art της
Αγγλίας.
Το 1965
μετανάστευσε στην Αμερική και το 1967, όταν
προσλήφθηκε στα δημόσια σχολεία του Long
Island
της Νέας Υόρκης, άρχισε μεταπτυχιακές
σπουδές. Φοίτησε στο Hofstra
University
όπου σπούδασε ιστορία τέχνης και
ζωγραφική με τους Stanley
Twardowicz
και Ted
Kurahara,
μοντέρνους ζωγράφους της Νέας Υόρκης.
Τέλειωσε το 1971 με τον τίτλο M.A.
in
Humanities.
Το
1981-86 φοίτησε
στο
C.W. Post College, Long Island University, και
πήρε
τον
τίτλο
M.S. in Education. Το
1996-97 έκανε ατομική μελέτη του αφηρημένου
εξπρεσιονισμού και ελεύθερες σπουδές
ζωγραφικής στο Stony
Brook
University,
με μέντορά του τον Mel
Pekarsky,
γνωστό ζωγράφο του Long
Island.
Από
εκθέσεις των έργων του σε γκαλερύ κα
μουσεία της περιοχής, ο τεχνοκρίτης
Malcolm
Preston
έγραψε στο Newsday
(1970): «Ο Μίκης Νικοδήμου εργάζεται με την
πιο συνηθισμένη τώρα νοοτροπία του
αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Τα έργα του
θυμίζουν την ομάδα Blue
Rider
και τους Γερμανούς εξπρεσιονιστές της
αρχής του 20ου αιώνα. Στο χρώμα, στο
χειρισμό της μπογιάς, στους υπαινιγμούς
μορφών και στο στακάτο των ρυθμών και
κινήσεων η εργασία του θυμίζει την πρώτη
περίοδο του Kandisky
και του Jawlensky.
Αλλά ο Νικοδήμου δημιουργεί απόν το
εσωτερικό του κόσμο. Το σημείο της
εκκίνησής του μπορεί να είναι το
πραγματικό τοπίο, ή ακόμα και ο μύθος,
αλλά το αποτέλεσμα είναι Νικοδήμου..
Χρησιμοποιεί μια αγνή, λαμπερή παλέτα,
δυναμικά κινούμενες συνθέσεις και μια
ποικιλία υφών και επιφανειών. Η εργασία
του έχει μια αγωνιώδη ιδιότητα…[και] μια
ελευθερία που αναζωογονεί..»
Και
το 1971 πρόσθεσε: «Τώρα φαίνεται πιο
ελεύθερος, ακόμα και πιο λυρικός… Έχει
όμως ακόμα το ζεστό του χρώμα και την
αίσθηση της κίνησης και του ρυθμού…
Υπάρχει μια ζωηρή ζωντανή άποψη σ’
αυτούς τους πίνακες… Σε στυλ, αυτοί οι
πρόσφατοι πίνακες θυμίζουν μερικά από τα
έργα του John
Marin
από το τέλος του 40 και τις αρχές του 50…
Αυτά τα έργα δεν είναι αποτέλεσμα του
πνεύματος. Μάλλον, πηγάζουν από
υποκειμενικές αντιδράσεις προς τον κόσμο
περιέχουν ένα αφηρημένο σύνολο των
αισθημάτων του καλλιτέχνη… [Η σειρά του]
Αισθηματικός Λυρισμός.. είναι ένα βήμα
μπροστά γι’ αυτόν»
Το
1999, η εφημερίδα The
Long
Island
News
and
the
Owl
έγραψε: «Με την πρώτη ματιά, τα έργα του
Μίκη Νικοδήμου φαίνονται τελείως
αφηρημένα αλλά μετά από προσεκτική
μελέτη, πολλά απ’ αυτά, όπως η Αρπαγή της
Κύπριδας ή τα Συναθροισμένα Πνεύματα
αποκαλύπτουν ευαίσθητα χρωματισμένες,
χαριτωμένες (και παρόμοια αιθέριες)
μορφές που αναδύονται μέσα από
αισθησιακές, θαμπόχλωμες λουρίδες
χρώματος».
Ο
Α. Χρυσοχός - σαν τεχνοκρίτης- έγραψε
επίσης και για την καλλιτεχνική εξέλιξη
του μαθητή του: «Όταν εγκαταστάθηκε
εκεί γνώρισε από κοντά τη σχολή της Ν.
Υόρκης. Τότε ακριβώς οι Αμερικανοί
ζωγράφοι κατόρθωσαν να αποβάλουν τις
Ευρωπαϊκές επιδράσεις και ανάλαβαν τη
δάδα της παγκόσμιας πρωτοπορίας με τα
πειράματα και τα επιτεύγματα των
Pollock, de
Kooning,
Jasper Johns κ.ά. Μέσα στο κλίμα της
δεκαετίας του 60 ο Μίκης Νικοδήμου βρήκε
τη δική του καλλιτεχνική φωνή.
Απελευθέρωσε το χρώμα από τα δεσμά όχι
μόνο του αναπαραστατικού ρόλου αλλά και
από την περίφραξη της φόρμας. Στα πλαίσια
αυτής της ελευθερίας εκφράζεται με
άκρατο λυρισμό. Προσθέτει επιπλέον τη
μεσογειακή του καταβολή με την επιλογή
φωτεινών, χαρούμενων χρωμάτων και μια
κάποια επιβολή ελληνικού μέτρου..»
Από
το 1999 αφυπηρέτησε και ασχολείται μόνο με
τη ζωγραφική και το σχεδιασμό κήπων.
ΣΧΟΛΙΑ
ΑΠΟ
ΑΛΛΟΥΣ
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΕΣ
«Από
τη νέα εργασία [του Μίκη Νικοδήμου] εκτιμώ
τις ειλικρινείς του αναζητήσεις μέσα στο
σύγχρονο ρεύμα οι οποίες χαρακτηρίζονται από ισορροπημένη
σύνθεση, χρωματικήν αρετή και ποιότητα,
και έντονον δυναμισμό.»
-
Χριστόφορος
Σάββα, 1963
«Πρωτογνώρισα το Μίκη
Νικοδήμου όταν φοιτούσε στην Παιδαγωγική
Ακαδημία της Λευκωσίας. Θυμούμαι πολύ
καθαρά τον ενθουσιασμό του για τη
ζωγραφική. Επιδόθηκε τότε με πολύ ζήλο
στην εκμάθηση της καλλιτεχνικής γλώσσας.
Μέσα από τις επαφές του με Kυπρίους
ζωγράφους της εποχής εκείνης, ιδίως με το
Χριστόφορο Σάββα, επεξέτεινε τα όρια του
με γοργό ρυθμό. Πραγματοποίησε τότε την
πρώτη ατομική του έκθεση.
Το όνειρό του να σπουδάσει τη
ζωγραφική άρχισε να πραγματοποιείται με
μια υποτροφία στο Παρίσι, με προσπάθειες
να συνεχίσει την καλλιτεχνική του
μόρφωση στην Αγγλία και τέλος με τη
μετανάστευσή του στην Αμερική.
Όταν εγκαταστάθηκε εκεί γνώρισε
από κοντά τη σχολή της Ν. Υόρκης. Τότε
ακριβώς οι Αμερικανοί ζωγράφοι
κατόρθωσαν να αποβάλουν τις Ευρωπαϊκές
επιδράσεις και ανάλαβαν τη δάδα της
παγκόσμιας πρωτοπορίας με τα πειράματα
και τα επιτεύγματα των Pollock, de
Kooning, Jasper
Johns
κ.α.
Μέσα στο κλίμα της δεκαετίας του 60
ο Μίκης Νικοδήμου βρήκε τη δική του
καλλιτεχνική φωνή. Απελευθέρωσε το χρώμα
από τα δεσμά όχι μόνο του αναπαραστατικού
ρόλου αλλά και από την περίφραξη της
φόρμας. Στα πλαίσια αυτής της ελευθερίας
εκφράζεται με άκρατο λυρισμό. Προσθέτει
επιπλέον τη μεσογειακή του καταβολή με
την επιλογή φωτεινών, χαρούμενων
χρωμάτων και μια κάποια επιβολή
ελληνικού μέτρου.»
-
Aντρέας
Χρυσοχός,
2003
ΕΚΘΕΣΕΙΣ
Ατομικές
- EXHIBITIONS
- One-Man
•
Παιδαγωγική
Ακαδημία,
Λευκωσία
- Pedagogical Academy, Nicosia (1961)
• Λήδρα
Πάλας,
Λευκωσία
- Ledra Palace, Nicosia (1963)
• Baiter Gallery, Huntington, NY: Mikis
Nicodemou: Emotional Lyricism (1971)
• Γκαλερύ
Ζυγός,
Λευκωσία:
Αναδρομική
- Gallery Zygos, Nicosia: Retrospective
(1980) • Γκαλερύ
Κυπριακή
Γωνιά,
Λάρνακα:
Επιστροφή
- Gallery Kypriaki Gonia, Larnaca: Return
(2003)
Με Άλλους
• With
Others
•
Δημοτική
Πινακοθήκη
Αμμοχώστου
- Famagusta Municipal Gallery (1961)
• Φεστιβάλ
Πλατρών
- Platres Festival (1961) • Δάσκαλοι-Ζωγράφοι,
Ελένειον,
Λευκωσία
- Teachers-Painters,
Elenion, Nicosia (1962) • Κύπριοι
Ζωγράφοι,
Αθήνα
- Cypriot Painters, Athens (1962)
• Γκαλερύ
Απόφασις,
Λευκωσία
- Gallery Apophasis, Νicosia
(1963)
•
Exposition des Peintres… Boursiers
Etrangers du Gouvernement Francais, Paris (1964)
• Freeport, NY (1969) •
Emily
Lowe Gallery, Hempstead, NY (1969,
1971) • Greenwich Village, New York City, NY (1969) • Baiter Gallery, Huntington, NY: Refuses (1969); Nicodemou
& Cuffaro (1970); Spring Show (1972) •
The Grace Gallery, New York City, NY: Contemporary
Art (1970) •
HTAL-Huntington, NY: (1970, 1974) •
Tenth Biennale of Countries of the Mediterranean, Alexandria, Egypt (1974)
• Heckscher Museum, Huntington, NY (1975)
• Η
Δεκαετία
1950-1960, Πύλη
Αμμοχώστου,
Λευκωσία
• The
Decade 1950-1960, Famagusta Gate, Nicosia (1984) • Islip Art
Museum, East Islip, NY: Still Life
(1996); The Altered Image (1997);
Eden Revisited (2000);Under
the Influence… (2001); Noah’s Ark (2003) •
The Stage Gallery, Merrick, NY: Two
Painters, Two Visions: Nicodemou
& Carioscia (1999)
ΣΥΛΛΟΓΕΣ
– COLLECTIONS
Ζ.
Δ. Πιερίδης, Παιδαγωγική Ακαδημία, Τμήμα
Πολιτιστικής Αναπτύξεως, Υπουργείον
Παιδείας, Κρατική Πινακοθήκη, Ελληνική
Πρεσβεία και σε πολυάριθμες ιδιωτικές
συλλογές στην Κύπρο και στο εξωτερικό.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Στα πρώτα
μου βήματα άρχισα με τη ρεαλιστική
αναπαράσταση της παλιάς σχολής αλλά
πήδηξα γρήγορα στη μοντέρνα τέχνη. Σαν
φοιτητής στο εξωτερικό, από το Παρίσι
μέχρι την Αμερική, προσπάθησα να μάθω τα
βασικά και να απορροφήσω τις γνώσεις για
την παγκόσμια τέχνη που είχα την ευκαιρία
να πάρω από μια χώρα σε άλλη. Αλλά όταν
ξανάρχισα να ζωγραφίζω ελεύθερα στην
Αμερική, βρέθηκα μακριά από τον δρόμο
όπου σταμάτησα πριν από έξι χρόνια όταν
έφυγα από την Κύπρο. Γι’ αυτό έπρεπε να
βρώ ένα τρόπο για να ενώσω το παλιό με το
καινούριο και να συνεχίσω από εκεί που
έμεινα.
Ήταν τότε
και στην Αμερική, όπως στην Κύπρο, ανήσυχα
και ταραγμένα χρόνια και η ψυχή μου από
μακριά ξεχείλιζε από νοσταλγία και πόνο
για την τραγική της μοίρα.
Αναζητούσα μια νέα ελευθερία
έκφρασης για να περιγράψω τον εσωτερικό
μου κόσμο. Τέτοια ελευθερία είχε για βάση
ο αφηρημένος εξπρεσσιονισμός, που
επικρατούσε τότε στη Νέα Υόρκη. Σαν σχολή, αντανακλούσε σωστά το
ελεύθερο πνεύμα της Αμερικής με ένα νέο
δυναμισμό και ξεσκλάβωσε τελικά την
αμερικανική ζωγραφική από παλαιούς
περιορισμούς. Για μένα, ήταν ακριβώς το
κανάλι που γύρευα να με οδηγήσει στον
απέραντο ωκεανό της τέχνης με μια νέα
ζωντανή και προσωπική έκφραση.
Τα πρώτα
μου έργα ήταν σαν σιωπηλές εκφράσεις μιας
συγκινημένης ψυχής. Θέμα και περιεχόμενο
ήταν τα αόρατα μου αισθήματα
μεταμορφωμένα σε ορατές, αφηρημένες
συνθέσεις. Τραγούδια δηλαδή, γραμμένα με
χρώμα στην άσπρη σελίδα του κανβά - κάποτε
λυρικά και κάποτε ελεγειακά - πρώτα για
τον δικό μου κόσμο και ύστερα, πιο γενικά,
για τη χαρά και τον πόνο του ανθρώπου, τα
αισθήματα και τα πάθη του.
Στη
συνέχεια, άλλα δημιουργικά ερεθίσματα
ήλθαν από αντιδράσεις στο αμερικανικό
περιβάλλον - φυσικό και ανθρώπινο - ακόμα
και το απέραντο σύμπαν που το διάσχιζαν
τότε με υπεράνθρωπη τόλμη και πρωτοφανή
τεχνολογία οι αστροναύτες. Είχα επίσης
σαν αστείρευτες πηγές εμπνεύσεως τη
μυθολογία και ένα αδιάσπαστο δεσμό με την
Κύπρο.
Από τότε,
ο αφηρημένος εξπρεσσιονισμός έγινε η
δική μου καλλιτεχνική γλώσσα γιατί
ταιριάζει με τή φύση μου. Μου επιτρέπει
επίσης να εκφραστώ αυθόρμητα γιατί η
τέχνη μου δεν είναι εγκεφαλική. Για μένα,
και το τυχαίο αποτέλεσμα προσθέτει μια
ιδιόρρυθμη φυσικότητα στο έργο γιατί
αφήνει το γνήσιο αίσθημα να τρέξει
οργανικά, με ρευστότητα και λυρισμό.
Σίγουρα σαν γλώσσα εξελίσσεται συνεχώς.
Δεν ξέρω τώρα πού θα με πάρει γιατί η
τέχνη είναι μια συνεχής πορεία με
ακαθόριστα όρια και άγνωστο μέλλον.
Αν η τέχνη είναι μια πορεία, κάθε
πίνακας γενιέται μέσα από μια πορεία.
Όπως και αν αρχίσει ένα έργο, από το
συνειδητό ή το υποσεινήδητο, η καθαυτό
δημιουργία του ζωγράφου γίνεται στο
στάδιο της φυσικής εκτέλεσης του έργου.
Εδώ απαιτείται πάντα μια ισορρόπηση της
εσωτερικότητας της «έμπνευσης» με
αισθητικές αρχές καθώς και τις φυσικές
ιδιότητες του υλικού. Έτσι στο στάδιο
αυτό ο ζωγράφος γίνεται τεχνοκρίτης του
δικού του έργου γιατί τίποτε δεν
τελειώνει πριν περάσει από εξονυχιστική,
οπτική εξέταση από το μάτι του - μετά από
κάθε πινελιά ή μετά από πολλές ώρες
δουλειάς. Σ’ αυτό το στάδιο βάζει και την
προσωπική του σφραγίδα που καθορίζεται
από την πρωτοτυπία και την καλαισθησία
του. Η σφραγίδα δείχνει ακόμα και πώς
εφαρμόζει κανόνες και μέτρα ή πώς με
τόλμη τα αγνοεί. Σε κάποια σημείο, η
πορεία αυτή και το έργο τελειώνουν -
κάποτε εύκολα και κάποτε οδυνηρά.
Συμβαίνει που τίποτε δεν τελειώνει. Στο
τέλος όμως, στη μοντέρνα τέχνη πρέπει να
έχει περισσότερη σημασία τι θα πάρει ο
θεατής από ένα έργο, όχι τι είναι μέσα. Γι’
αυτό πιστεύω πως ο θεατής σαν
συνδημιουργός τελειώνει ένα αφηρημένο
έργο με την δική του ευαισθησία κάθε φορά
που το κοιτάζει.
Mikis Nicodemou
Mikis Nicodemou was born in
1941 in Peristeronopigi. He took
his first painting lessons at the Pedagogical
Academy (1959-61) from the painter Andreas
Chrysochos. In 1961-1963 he served as a teacher in Larnaca – at Astiki
Sholi Kalogera. At the same time he continued to paint in Nicosia, where
he always lived, and to frequent Gallery
Apophasis - the studio of Christoforos
Savva - from whom he was also influenced. In 1963, before he left Cyprus
to study in France on a French government scholarship, Savva
wrote about his new work: “I appreciate his sincere searches within the
contemporary current which are characterized by balanced composition,
chromatic virtue and quality, and a strong dynamism.”
Recently, A. Chrysochos – as his teacher – wrote about his artistic start
in Cyprus: “I remember very clearly his enthusiasm for painting. At that
time he worked with devotion and great zeal to learn the artistic language.
Through his contacts with Cypriot painters of that time, especially with Christoforos
Savva, he expanded his scope at a quick pace.”
In Paris (1963-64) he studied painting at the Ecole
des Beaux-Arts, with Maurice
Brianchon, a recognized painter of the
Εcole de Paris. In
1964-65 he studied in England, at the Bournemouth
& Poole College of Art. In
1965 he emigrated to America and in 1967, when he was employed in the public
schools of Long Island, New York, he
started graduate studies. He attended Hofstra
University, where he studied history of art and painting with Stanley
Twardowitz and Ted Kurahara,
modern painters of New York. He finished in 1971 with the title M.A.
in Humanities. In 1981-86 he attended C.W.
Post College, Long Island
University, and received the title M.S.
in Education. In 1996-1997 he completed an independent study of abstract
expressionism and free studies in painting at Stony
Brook University, with Mel
Pekarsky, a known painter of Long Island, as his mentor.
From exhibitions of his works in galleries and museums of the area,
the art critic Malcolm Preston
wrote in Newsday (1970): “Mikis
Nicodemou works in the now more traditional abstract expressionistic
manner.
His
canvases recall the Blue Rider
group and early 20 Century German expressionists. In color, in
paint handling, in suggestions of forms and in the staccato rhythms and
movements his work is reminiscent of early Kandisky
and Jawlensky. But… Nicodemou creates from within. His point of departure may be the
real landscape, or even myth, but what results is Nicodemou… He uses a pure, bright palette, dynamically moving
compositions and a variety of textures and surfaces. His work has an
anguished quality… [and] a refreshing freedom about it.”
And in 1971 he added: “[He] now seems freer, even more lyrical than
before… Still present is the warm color and sense of movement and
rhythm…There is a sprightly living aspect to these canvases… In style,
these recent paintings recall some of John Marin’s pictures of the late `40s and early `50s… These
canvases are not products of the intellect. Rather, they stem from
subjective responses to the world; they contain an abstract summation of the
artist’s emotions… Mikis
Nicodemou’s [series] Emotional
Lyricism is a step forward for him.”
In 1999, the newspaper The Long Island News and the Owl wrote: “At first sight, Mikis
Nicodemou’s paintings appear totally abstract, but on closer perusal,
many of them, like The Abduction of
Cypris or Gathering Spirits
reveal subtly colored, graceful (and likewise ethereal) figures emerging
from sensuous, milky-pale swaths of paint.”
A. Chrysochos – as an art
critic – also wrote about the artistic development of his student: “When
he settled there he discovered from up close the school of New York. Just
then the American painters managed to shed the European influences and took
over the torch of the avant-garde of world art with the experiments and
achievements of Pollock, de Kooning,
Jasper Johns et al. In the climate of the decade of 60, Mikis
Nicodemou found his own artistic voice. He set color free not only from
the bonds of the representational role but also from the enclosure of form.
In the context of this freedom he expresses himself with pure lyricism.
Moreover he adds his Mediterranean background with a choice of luminous,
joyful colors and a certain dominance of Greek measure.”
Since 1999 he retired and he is only occupied with painting and
garden design.
COMMENTS
FROM OTHER ARTISTS
“From
the new work [of Mikis Nicodemou]
I appreciate his sincere searches within the contemporary current which are
characterized by balanced composition, chromatic virtue and quality, and a
strong dynamism.”
-
Christoforos
Savva, 1963
“I first met Mikis Nicodemou when he was a student at the Pedagogical Academy in
Nicosia. I remember very clearly his enthusiasm for painting. At that time
he worked with devotion and great zeal to learn the artistic language.
Through his contacts with Cypriot painters of that time, especially with Christoforos
Savva, he expanded his scope at a quick pace. He accomplished then his
first one-man show. His
dream to study painting started to be realized with a scholarship in Paris,
with efforts to continue his artistic education in England and finally with
his emigration to America.
When he settled there he discovered from up
close the school of New York. Just then the American painters managed to
shed the European influences and took over the torch of the avant-garde of
world art with the experiments and achievements of Pollock, de Kooning,
Jasper Johns et al. In
the climate of the decade of 60, Mikis
Nicodemou found his own artistic voice. He set color free not only from
the bonds of the representational role but also from the enclosure of form.
In the context of this freedom he expresses himself with pure lyricism.
Moreover he adds his Mediterranean background with a choice of luminous,
joyful colors and a certain dominance of Greek measure.”
-
Andreas
Chrysochos, 2003
PHILOSOPHY
In my first steps
I started with the realistic representation of the old school but I quickly
leaped into modern art. As a student abroad, from Paris to America, I tried
to learn the basics and to absorb the knowledge about world art which I had
the opportunity to gain from country to country. However, when I started to
paint freely again in America, I found myself far away from the road where I
had stopped six years earlier when I left Cyprus. For this reason I had to
find a way to tie the old with the new and continue from where I had left.
Then, it was
also a time of uneasy and troubled years in America, as it was in Cyprus,
and my soul from afar was overflowing from nostalgia and pain for its tragic
fate. I was searching for a new freedom of expression to describe my inner
world. Abstract expressionism, which was dominant in New York at that time,
had such a freedom as its foundation. As a school, it reflected correctly
the free spirit of America with a new dynamism and it finally set American
painting free from old restrictions. For me, it was exactly the channel I
was looking for to guide me into the vast ocean of art with a new lively and
personal expression.
My first works were like silent expressions of a soul moved by
emotions. As topic and content were my invisible feelings transfigured into
visible, abstract compositions. Songs, in other words, composed with color
on the white page of the canvas – sometimes lyrical and sometimes elegiac
– first about my own world and later, more general, about the joy and pain
of man, his feelings and his passions.
Afterwards, other
creative stimuli came from responses to the American environment –
physical and human – even from the vast universe which at the time was
being traversed by astronauts with superhuman courage and unprecedented
technology. I also had mythology and an unbroken bond with Cyprus as
inexhaustible springs of inspiration.
Since then,
abstract expressionism became my own artistic language because it suits my
nature. It also allows me to express myself spontaneously because my art is
not cerebral. For me, even the accidental result adds a singular physicality
to the work because it lets the genuine feeling run organically, with
fluidity and lyricism. Surely as a language it evolves constantly. I do not
know now where it will take me because art is a continuous process with
undetermined boundaries and an unknown future.
If art is a
process, then each painting is born in a process. However a painting starts,
from the conscious or the subconscious, the painter’s real creation takes
place at the execution stage. Here it is always required to balance the
inwardness of the “inspiration” with esthetic principles and also the
physical qualities of the material. Thus in this stage the painter becomes
an art critic of his own work because nothing is finished before it goes
through a close, visual examination under his eyes – after each
brushstroke or after many hours of work. In this stage he also puts his
personal stamp which is determined by his originality and esthetic values.
The stamp also shows how he applies rules and standards or how he ignores
them if he is courageous. At some point, this process and the painting are
finished – sometimes easily and sometimes painfully. It also happens that
nothing is finished. But in the end, in modern art it must be more important
what the viewer gets out of a painting, not what is in it. For this reason I
believe that the viewer as a co-creator completes an abstract painting with
his own sensitivity each time he views it.
|
|
|