home   about us    artists   unique items    shop   links   contact us

   

 current exhibition     next exhibition     previous exhibition

   
   
         
   

ΤΑΣΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ 

   
   

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1917 και πέθανε το 1996. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την πεζογραφία, την συγγραφή επιθεωρήσεων στα χρόνια του Β παγκοσμίου πολέμου. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές «Ανησυχίες», «Καταστάσεις» και «Ποιητικά δειλινά.» Εξέδωσε επίσης την νούβέλλα «Ο γιός των υδάτων» και την συλλογή διηγημάτων «Αποθέωση και άλλα διηγήματα.» Ποιήματα, διηγήματα, μελέτες και άλλη πνευματική εργασία του δημοσιέυτηκαν στα φιλολογικά περιοδικά της Κύπρου και στον εγχώρια τύπο. Μέρος του πνευματικού του έργου έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά. Πολλή ποιητική και πεζογραφική δουλειά του παραμένει ανέκδοτη. Ασχολήθηκε επίσης με την κριτική θεάτρου, λογοτεχνίας και τέχνης, καθώς επίσης και με την πολιτική αρθρογραφία ιδιαίτερα στα χρόνια που ακολούθησαν την Τουρκική εισβολή του 1974.

Με το λογοτεχνικό του έργο ασχολήθηκε ο Θεοκλής Κουγιάλης, ο Νίκος Κρανιδιώτης κά

Απο το 1950 αφιερώνει ενα μεγάλο μέρος της ζωής του στη ζωγραφική. Το έργο του χαρακτηρίζει εντονο εξπρεσσιονιστικό πάθος και δραματική ένταση. Αλληγορικό με συμβολικές προεκτάσεις και έντονο το στοιχείο της υπαρξιακής αγωνίας. Το έργο του παρουσιάστηκε σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Κύπρο, την Αθήνα, το Εδιμβούργο, το Λονδίνο, τη Γερμανία, τις πρώην Ανατολικές χώρες, και το Παρίσσι. Εργα του παρουσιάστηκαν επίσης στι Μπιενάλε Αλεξανδρείας και Καίρου.

Για το ζωγραφικό του έργο ασχολήθηκαν οι Χρυσανθος Χρίστου, Ντόρα Ηλιοπούλου-Ρογκαν, Μαρίνα Δούρα-Αναγνώστου, Σοφία Καζάλη, Μαρίνα Σχίζα, Αντρέας Χατζηθωμάς, Κλείτος Ιωαννίδης, Αντρέας Ροδίτης, Αντρέας Κάραγιαν,Θεοκλής Κουγιάλης κ.α. 

Εργα του βρίσκονται στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Κυπριακής Τέχνης και σε κρατικές και ιδιωτικές συλλογές και ιδρύματα στην Κύπρο και το εξωτερικό.

   
         
         
     

Ένας συνεπής όσο και άκρως δημιουργικός συνδυασμός εξπρεσιονιστικής παραστατικότητας και ‘ιδεαλιστικής’ αφαίρεσης χαρακτηρίζουν ολόκληρη τη ζωγραφική πορεία του Τάσου Στεφανίδη (1917–1996). Ο Στεφανίδης ανήκει σε μια ομάδα σημαντικών Κυπρίων καλλιτεχνών, οι οποίοι δεν έλαβαν ‘επίσημη’ καλλιτεχνική εκπαίδευση (σε κάποια Σχολή Καλών Τεχνών). Παρά το γεγονός αυτό όμως, και συχνά αντίθετα από μερικούς, επίσης σημαντικούς, σπουδαγμένους συναδέλφους τους, παρήγαγαν έργο το οποίο δεν χαρακτηρίζεται από έντονες ποιοτικές (ή και φορμαλιστικές) μεταπτώσεις.

Ήδη στη δουλειά που ο Στεφανίδης παρουσιάζει στις δεκαετίες του ’50 και, κυρίως, του ’60 (με την πρώτη του ατομική έκθεση), υπάρχουν σε αρκετά ώριμη μορφή βασικά φορμαλιστικά και εννοιολογικά στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν την μετέπειτα πορεία του: έργα εξπρεσιονιστικού χαρακτήρα – με αναφορές στον πρώιμο Ευρωπαϊκό μοντερνισμό – που φτάνουν ένα βήμα πριν την πλήρη αφαίρεση. Μια αφαίρεση όμως που βρίσκεται μακριά από την ψυχρά γεωμετρική και φορμαλιστική καθαρότητα ενός Piet Mondrian, για παράδειγμα, αλλά που συγγενεύει με την πρώιμη αφαίρεση του Vassily Kandinsky, και που εμπεριέχει – έστω αμυδρά – αναγνωρίσιμα στοιχεία και, κυρίως, που χαρακτηρίζεται από πνευματικότητα και ιδεαλισμό: «Η ζωγραφική όπως και όλες οι καλές τέχνες», θα πει ο Στεφανίδης σε μια συνέντευξη το 1979 (16 Οκτωβρίου, Σημερινή), «είναι στοχασμός, πνεύμα». Και παρόλο που, στην ίδια συνέντευξη, εξέφρασε την απαρέσκειά του για τυχόν «επιστροφή [στις διεθνείς εξελίξεις της τέχνης] της εικονικής ζωγραφικής», ο ίδιος παραήταν ανήσυχο και δυναμικό πνεύμα για να εξαφανίσει πλήρως το αναγνωρίσιμο στοιχείο, και να παράξει ζωγραφική όπου μοναδικά ζητούμενα θα ήταν προβλήματα καθαρά φορμαλιστικής φύσης.

Αυτό θα φανεί έντονα στις σημαντικότερες ίσως ενότητες της ζωγραφικής του, υπό τον γενικό τίτλο, Νήσος τις Έστιν, κύκλοι α΄ και β΄, από τα 1979 και 1980, αντίστοιχα. Τα έργα αυτών των κύκλων αποτελούν θεματική και εικαστική απόρροια των γεγονότων του 1974. Σε αντίθεση με τους πλείστους άλλους σημαντικούς μας ζωγράφους, των οποίων η ανταπόκριση στο ’74 εκδηλώθηκε κυρίως μέσα από ανθρωποκεντρική τέχνη, ο Στεφανίδης δημιούργησε σειρά ‘τοπίων’ (ωσάν εικόνες από την Αποκάλυψη), απ’ όπου απουσιάζει η ανθρώπινη μορφή (ο ‘αναποδογυρισμένος’ Πενταδάκτυλος συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη προσοχή). Το φυσικό περιβάλλον παρουσιάζεται, ιδιαίτερα στον πρώτο κύκλο, ως ο αποδέκτης αλλά κι ο εκφραστής του βιασμού, της καταστροφής και της τραγικότητας των τότε γεγονότων.

Στα έργα του β΄ κύκλου (ο ίδιος ο καλλιτέχνης χαρακτηρίζει αυτή τη δουλειά ως «πιο πνευματική, πιο ολοκληρωμένη αισθητικά» – Σημερινή, 28-9-80), η αγωνία και η τραγικότητα υπερβαίνουν τις ιδιαιτερότητες του Κυπριακού χώρου και της πρόσφατης ιστορίας του, και αποκτούν πιο οικουμενικό χαρακτήρα και εγκυρότητα.

Παρά την κυριαρχία της ανθρώπινης φιγούρας στα περισσότερα έργα από τις ενότητες Μυθολογία (1985) και Καταστάσεις (1987), το φυσικό τοπίο θα παραμείνει ο πρωταγωνιστής της τέχνης του Στεφανίδη, σ’ ολόκληρη την πορεία του. Στην ενότητα Ουρανοί (α΄ κύκλος, 1982–3, β΄ κύκλος, 1989), η ανθρώπινη μορφή και πάλι απουσιάζει, αλλά οι πανανθρώπινες αγωνίες είναι απόλυτα παρούσες, εκφρασμένες για άλλη μια φορά στο φυσικό περιβάλλον. Τα έρημα, μελαγχολικά τοπία με τους συννεφιασμένους ουρανούς (φέρνουν στο νου τον ιδιόρρυθμο Ρομαντισμό του Γερμανού Caspar David Friedrich, από τον 19ο αιώνα) μιλούν για μοναξιά και θάνατο, ενώ οι φουσκωμένες θάλασσες και τα βαριά σύννεφα (αναφορά στον άλλο, ιδιόρρυθμο Ρομαντικό του 19ου αι., τον Άγγλο William Turner) κουβαλούν την τραγικότητα της σύγκρουσης και της καταστροφής («σ’ άλλα έργα μου είμαι θυελλώδης κυκλωνικός και σ’ άλλα έχει ηρεμία», θ’ αναφέρει ο Στεφανίδης σε μια συνέντευξη (9-1-83, Σημερινή).

Η φύση στην τέχνη κάλλιστα μπορεί να γίνει – όπως πιο πάνω – το εικαστικό και ιδεολογικό εκφραστικό όχημα της τραγικότητας της ανθρώπινης συνθήκης. Το φυσικό περιβάλλον όμως είναι ταυτόχρονα αποδέκτης της ανθρώπινης θηριωδίας ή του ανθρώπινου παραλογισμού. Οι δυο τελευταίες ολοκληρωμένες ενότητες του έργου του Στεφανίδη τιτλοφορούνται Η Αγωνία του Πλανήτη Γη – κύκλος α΄ (1990) και κύκλος β΄ (1991). Σε πίνακες που σε μερικές περιπτώσεις φτάνουν στα όρια της πλήρης αφαίρεσης, η μεγάλη και σκοτεινά έντονη χρωματική γκάμα εκφράζει ταυτόχρονα μια συναρπαστικά άγρια ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος, όσο και την απειλή της επερχόμενης καταστροφής. Μιας καταστροφής που θα προκληθεί όχι από αίτια της ίδιας της φύσης αλλά από τις πράξεις του ανθρώπου, ο οποίος εδώ – όπου τυγχάνει να είναι παρών – έχει σμικρυνθεί σε μικροσκοπική, απλοϊκή καρικατούρα. Τονίζεται έτσι ακόμα περισσότερο το μεγαλείο της φύσης, μα και η αγωνία για τον παραλογισμό της καταστροφής της.

Τα πιο πάνω έργα αποτελούν έναν αρμόζων επίλογο στο έργο ενός ανθρώπου, ο οποίος σ’ όλη του τη δημιουργία – λογοτεχνική, εικαστική, δημοσιογραφική, κλπ. – εξέφρασε την έγνοια και την αγωνία για την πορεία και για την τραγικότητα της μοίρας του κόσμου.

Δρ. Αντώνης Δανός

 

   
         
    TASOS STEPHANIDES

A consistent as much as creative combination of representational Expressionism and ‘idealistic’ abstraction characterise the entire painting oeuvre of Tasos Stephanides (1917–1996). Stephanides belongs in a group of important Cypriot artists, who didn’t receive ‘formal’ art education (in some Fine Arts School). Despite this, and often in contrast to some of their equally important, art-school educated colleagues, they produced work that did not go through acute qualitative (or/and formal) changes.

Already existing in the work that Stephanides presented in the 1950s and, especially, in the ’60s (with his first solo exhibition), are basic formal and subject-matter elements that will run through his future artistic course. He presented Expressionistic paintings – with references to early European modernism – that come a short distance from total abstraction. It is an abstraction, however, that is far from the cool, geometric and formal ‘purity’ of Piet Mondrian, for instance; instead, it is close to Vassily Kandinsky’s early abstraction, and which contains – even vaguely – recognisable forms and, more importantly, is imbued with spirituality and idealism: “Painting, as with all fine arts,” Stephanides says in a 1979 interview (October 16; Simerini newspaper), “is contemplation, spirituality.” And even though, in the same interview, he expresses his objection to a “return [in international art] of representational painting”, he was himself too restless and dynamic a spirit to abolish completely any recognisable elements in his pictures, and to deal exclusively with issues of purely formal nature.

This is particularly apparent in what are perhaps his two most important groups of works, under the title, Νήσος τις Έστιν, cycles 1 and 2, from 1979 and 1980, respectively. These paintings arose, in great part, out of the tragic events of 1974. In contrast to most other important painters, whose response to these events materialised in anthropocentric art, Stephanides created a series of ‘landscapes’ (like images out of the Apocalypse), from which the human figure is absent (‘overturned’ Pentadaktilos mountain attracted most attention). The natural environment is presented, especially in the first of the two cycles, as both the receiver and the means to present the destruction and all other tragic aspects of those events.

In the second cycle (the artist himself thought of it as “more spiritual and aesthetically accomplished” – Simerini newspaper, 28-9-80), the agony and the tragedy transcend the particularities of the Cypriot environment and its recent history, and acquire more ecumenical quality and validity.

In spite of the dominance of the human figure in most works in the cycles Mythologia (1985) and Katastaseis (States or Situations, 1987), the natural environment will remain the protagonist of Stephanides’s art, right through the end. In Ouranoi (Skies – cycle 1, 1982–3; cycle 2, 1989), the human figure is once again absent, but universal, panhuman anxieties are paramount, expressed once more through nature. The empty, melancholic landscapes with clouded skies (19th-c. German artist Caspar David Friedrich is brought to mind) ‘speak’ of loneliness and death, while the rough seas and heavy-cast skies above them (reference to the other 19th-c. idiosyncratic Romantic, William Turner) carry the tragedy of conflict and destruction (“in some works I’m stormy, cyclonic, and in others, tranquil”, Stephanides says in an interview – 9-1-83, Simerini newspaper).

Nature often becomes in art – as in the above works – the visual and ideological, expressive vehicle for the tragedy of the human condition. The natural environment, however, is also the receiver of human brutality and irrationality. The last two completed cycles of paintings by Stephanides came under the title The Agony of Planet Earth (1990 and 1991). In pictures that in some cases are on the verge of complete abstraction, the wide and darkly intense colour range alludes both to a savagely beautiful nature as well as to the threat of its destruction. A destruction that will come about not as a result of natural causes but of human action. Man, when present in these works, has been reduced to a tiny, simple caricature, thus emphasising even more nature’s grandeur, but also the agony for its irrational destruction.

The above paintings constitute a fitting epilogue to the oeuvre of a man, who expressed in all of his work – literary, artistic, journalistic, etc. – the concern and agony for the course and for the tragic fate of the world.

Dr Antonis Danos

   
         
   

 

   
   

© Gallery Kypriaki Gonia